ἔχεσε

ἔχεσε
χέζω
ease oneself
aor ind act 3rd sg
χέζω
ease oneself
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άχεστος — η, ο (Μ ἄχεστος, ον) αυτός που δεν έχεσε νεοελλ. 1. εκείνος που δεν λερώθηκε με κόπρανα 2. αυτός που δεν δέχθηκε βρισιές και ταπεινώσεις …   Dictionary of Greek

  • βρακί — το (Μ βρακίον και βρακίν) [βράκα (Ι)] αντρικό ή γυναικείο εσώρουχο, περισκελίδα, σώβρακο ή κυλότα νεοελλ. Ι. φρ. 1) «τά κανε στο βρακί του», «γέμισε τα βρακιά του» ή «έχεσε τα βρακιά του» φοβήθηκε πολύ ή ένιωσε ανέλπιστη χαρά 2) «αυτοί οι δυο… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • χέζω — έχεσα, χέστηκα, χεσμένος 1. αποπατώ, κάνω την ανάγκη μου. 2. λερώνω κάτι χέζοντας: Έχεσε το βρακί του. 3. βρίζω, περιφρονώ: Τον έχεσα κι έφυγα. 4. το μέσο, χέζομαι λερώνομαι χέζοντας. 5. φοβάμαι πολύ, τα κάνω πάνω μου από φόβο: Χέστηκε μόλις είδε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”